χλωροφύκη

χλωροφύκη
(χλωρόφυτα). Πράσινα φύκη, άλλοτε μικροσκοπικά, ακίνητα ή κινητά, και άλλοτε με αξιοσημείωτες διαστάσεις, το χρώμα των οποίων καθορίζεται από την παρουσία της χλωροφύλλης, που δεν καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες. Τα τοιχώματα των κυττάρων που συγκροτούν τα χ. αποτελούνται από κυτταρίνη, η οποία σε μερικές περιπτώσεις, όπως π.χ. στην Ακεταβουλαρία τη μεσογειακή, είναι απασβεστωμένη· περιέχουν επίσης άμυλο και πυρηνοειδή. Αναπαράγονται είτε αγενώς (με διαίρεση) είτε εγγενώς, με κινητούς ή ακίνητους γαμέτες, ή με σχηματισμό ανθηριδίων και ωογονίων. Υπολογίζεται ότι υπάρχουν γύρω στα 6800 είδη χ., το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ζει σε γλυκά νερά και υγρές θέσεις (βράχους και φλοιούς) και μόνο ένα ποσοστό γύρω στο 10% ζει στα θαλάσσια νερά. Ένα είδος, πολύ κοινό στη Μεσόγειο, είναι η Ούλβα η λακτούκη ή πλατυτάτη (κοινώς: λάπατα, ζούμπερο), που σχηματίζει ωραίες φυλλώδεις τούφες, με χρώμα πράσινο χλόης, πάνω σε υφάλους και συχνά σε μεγάλα κοχύλια μαλακίων. Στην Ελλάδα συναντάται σε όλες τις παράκτιες θάλασσες. Φυτό χλωροφύκης. Υπάρχουν περί τα 6800 είδη.
* * *
τα, Ν
βοτ. τάξη χλωροφύτων στην οποία ανήκουν 6.000 περίπου είδη φυκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorophyceae < χλωρ(ο)-* + φύκος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά …   Dictionary of Greek

  • έλος — Φυσικογεωγραφικός όρος που χαρακτηρίζει μία επίπεδη και αβαθή έκταση, καλυμμένη από νερό που λιμνάζει. Το έ. είναι πιο ευρύ από το τέλμα, έχει καλύτερη υδρολογική δίαιτα από κάθε άλλη συγκέντρωση νερού, ενώ μέσα σε αυτό δεν μεταφέρονται φυτικά… …   Dictionary of Greek

  • ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… …   Dictionary of Greek

  • ζωοχλωρέλλες — οι βοτ. μονοκύτταρα χλωροφύκη που ζουν μέσα σε πρωτόζωα και υδρόβια ασπόνδυλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. zoochlorella < zoo (πρβλ. ζω(ο) [ΙΙ]*) + chlorella < chlor (πρβλ. χλωρός) + ella] …   Dictionary of Greek

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • ουλοτριχώδη — (ulotrichales). Στην τάξη αυτή ανήκουν διάφορα χλωροφύκη νηματοειδή, διακλαδισμένα ή χωρίς διακλάδωση. Ευδοκιμούν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό. Πολλά είδη ζουν στους βράχους ή στους κορμούς των δέντρων. Ο αγενής πολλαπλασιασμός τους γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • πρόχλωρο — το, Ν βοτ. γένος κυανοφυκών, τα προκαρυωτικά κύτταρα τού οποίου δεν περιέχουν τη χρωστική φυκοκυανίνη, όπως τα άλλα κυανοφύκη, αλλά τις χρωστικές που περιέχουν τα χλωροφύκη …   Dictionary of Greek

  • χλωροκοκκώδη — τα, Ν βοτ. τάξη χλωροφύτων τής κλάσης χλωροφύκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chlorococcales] …   Dictionary of Greek

  • χλωροφύλλη — Πράσινη χρωστική ουσία των φυτών, που έχει την ικανότητα να μετατρέπει την ενέργεια του ηλιακού φωτός που ακτινοβολείται σε χημική ενέργεια. Πράγματι, με βάση το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας, η χ. συνθέτει υδατάνθρακες· κατά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”